- αναπλέκω
- (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω)1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω»(νεοελλ1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκωαρχ.1. πλέκω γύρω από κάτι, συμπλέκω2. παθ. εμπλέκομαι, συμπλέκομαι.
Dictionary of Greek. 2013.